- πολύνοια
- ἡ, ΜΑ [πολύνους]πολλή σκέψη, σοβαρή σκέψη και αποφυγή τής πολυλογίας (α. «καλλιρρημοσύνην και πολύνοιαν», Ιωάνν. Δαμ.β. «τήν δὲ πολύνοιαν μάλλον ή πολυλογίαν ασκούσαν», Πλάτ.)μσν.η απασχόληση τού νου με πολλά, η διάσπαση τής προσοχής.
Dictionary of Greek. 2013.